-υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… … Dictionary of Greek
-γω — κατάληξη ενεστωτικών ρημάτων τής νέας Ελληνικής που ανάγονται: α) σε ρήματα τής Αρχαίας με ληκτικό μόρφημα σσω (πρβλ. φυλάσσω φυλάγω, τυλίσσω τυλίγω) και αόριστο σε ξα, απ όπου μεταπλάστηκαν στον ενεστώτα τους κατά το πρότυπο άνοιξα ανοίγω,… … Dictionary of Greek
άλφα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 320 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεροποτάμου. * * * το (Α ἄλφα) (άκλιτο) 1. το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου (Α, α) 2. φρ. «δεν ξέρει ούτε το… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
-άρω — [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικής προελεύσεως κατάληξη ρημάτων της νέας Ελληνικής, που δηλώνουν κυρίως ενέργεια ή σπανιότερα κατάσταση. Το ληκτικό μόρφημα άρω, που εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη, απαντά σε νεοελληνικά ρήματα ιταλικής προελεύσεως (πρβλ.… … Dictionary of Greek
-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… … Dictionary of Greek
-ί — (Α) στοιχείο που προστίθεται στο τέλος τών δεικτικών αντωνυμιών και επιρρημάτων προς επίταση τής έννοιας τους (α. «τουτί» β. «δευρί»). [ΕΤΥΜΟΛ. Καταληκτικό δεικτικό επιτατικό μόριο που μαρτυρείται σε ΙΕ τ. (πρβλ. χεττιτ. aši, eni , πιθ. λατ. uti) … Dictionary of Greek
-αλη — Χημ. κατάληξη οργανικών ενώσεων που περιέχουν αλδεϋδομάδα ( CH = Ο) στο μόριό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικής προελεύσεως κατάληξη, με την οποία σχηματίζονται στην επιστημονική ορολογία όροι χημικών συστατικών, σύνθετων με αλδεΰδες, απ όπου αποσπάστηκε το … Dictionary of Greek
-λόγι — και λόι νεοελλ. β συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που λειτουργεί πλέον ως επίθημα το οποίο δηλώνει αριθμητικό πλήθος, πλησμονή, αφθονία (πρβλ. γυναικολόι). Το παραγωγικό αυτό μόρφημα ανάγεται σε μτγν. αρχ. λόγιον < λόγος < λέγω («συλλέγω,… … Dictionary of Greek
άμιλλα — η (Α ἅμιλλα) 1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός 2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια αρχ. 1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» αγώνας για πλούτη, για παιδιά 2. φρ.… … Dictionary of Greek